γηθυλλίς

γηθυλλίς
γηθυλλίς, -ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: name of an onion (Epich.); (cf. Strömberg Theophrastea 84).
Other forms: γήθυον n. (Ar.), γήτειον n. (Ar.), κητίον (Cratin.), γαιθυλλάδαι Η. Fur. 187, 253 further adds γάθια ἀλλάντια H., ἀγασυλλίς (Dsc. 3, 84. ἀγαθίς = σησαμίς H.
Dialectal forms: Dor. γᾱθυλλίς
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Kalén GHÅ 24 (1918) : 1, 103ff. analyses γη-θυλλίς as `Erdsäckel'; also γήθυον as *θύον `sacculus'; a most remarkable etymology (discussed seriously by the etym. dictionaries!). It does not account for γήτειον. θ after γηθέω (DELG) is the wrong kind of `explaining away' facts. Evidently a Pre-Greek name (Fur. ll.cc.; note α\/αι, θ\/σ).
Page in Frisk: 1,304

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γηθυλλίς — και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α) είδος πράσου, αμπελόπρασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + *θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο …   Dictionary of Greek

  • γηθυλλίς — spring onion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδα — γηθυλλίς spring onion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδας — γηθυλλίς spring onion fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδες — γηθυλλίς spring onion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδος — γηθυλλίς spring onion fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδων — γηθυλλίς spring onion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήθυον — και γῆθυ και γήτειον, το (Α) είδος πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς] …   Dictionary of Greek

  • τήθος — τὸ, Α το μαλάκιο τηθύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”